- τριβελής
- -ές, Ααυτός που έχει τρεις αιχμές.[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι-* + -βελής (< βέλος), πρβλ. οξυ-βελής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τριβελές — τριβελής three pointed masc/fem voc sg τριβελής three pointed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
TRIBULUS — Graece τρίβολος, an a τρίβω verbo, an quasi τριβέλης, ex nominibus τρεῖς et βέλος, quod tres cuspides habeat, vel quod trifariam feriat, vel a triangulari forma? herbae spinosae genus, de quo Plin. l. 18. c. 17. Lolium et tribulos et carduos,… … Hofmann J. Lexicon universale
τρι- — και τρισ ΝΜΑ, και τρια Ν α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στην εξασθενωμένη βαθμίδα τού αριθμ. τρεις, τρία* και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό υπάρχει ή γίνεται τρεις φορές (πρβλ. τρί γωνος,… … Dictionary of Greek